ακλάδευτος

ακλάδευτος
-η, -ο (Α ἀκλάδευτος, -ον) [κλαδεύω]
αυτός που δεν έχει κλαδευτεί
«ακλάδευτο αμπέλι»
νεοελλ.
ο αμόρφωτος
μσν.
αυτός που δεν έχει κλαδιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακλάδευτος — η, ο αυτός που δεν κλαδεύτηκε: Ακλάδευτες ελιές καρπό λιγοστό θα χουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκλαδος — (I) η, ο [κλάδος] 1. αυτός που δεν έχει κλαδιά 2. αυτός που δεν έχει απογόνους, άκληρος. (II) η, ο αυτός που δεν κλαδεύτηκε, ο ακλάδευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κλαδεύω. ΠΑΡ. ακλαδιά, ακλαδούρα] …   Dictionary of Greek

  • ακαθάριστος — η, ο [καθαρίζω] 1. αυτός που δεν έχει καθαριστεί, ο ακάθαρτος «ακαθάριστο σπίτι», «ακαθάριστο ποτήρι» 2. εκείνος πού δεν έχει απαλλαχθεί από ξένες ουσίες ή απορρίμματα «ακαθάριστο σιτάρι», «ακαθάριστο χωράφι» 3. ο αξεφλούδιστος «ακαθάριστα μήλα»… …   Dictionary of Greek

  • ακουτσούρευτος — η, ο [κουτσουρεύω] 1. (για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν τόν κουτσούρεψαν, δεν τού έκοψαν τα άκρα, τα κλαδιά, ακλάδευτος, άκοπος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ελάττωση ή περικοπή, ολόκληρος, ακέραιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”